- μονοκληρονόμος
- μονοκληρονόμος, -ον (Α)ο μοναδικός κληρονόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + κληρονόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοκληρονόμος — sole heiress fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοκληρονόμον — μονοκληρονόμος sole heiress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek